Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
View word page
μονόφρουρος
μονόφρουρος μονό-φρουρος, ον φρουρα watching alone, sole guardian, Aesch.

ShortDef

watching alone, sole guardian

Debugging

Headword:
μονόφρουρος
Headword (normalized):
μονόφρουρος
Headword (normalized/stripped):
μονοφρουρος
IDX:
21536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21557
Key:
mono/frouros

Data

{'content': 'μονόφρουρος\n μονό-φρουρος, ον\n φρουρα\n watching alone, sole guardian, Aesch.', 'key': 'mono/frouros'}