Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
View word page
μονοτροφία
μονοτροφία μονο-τροφία, ἡ, τρέφω a rearing singly, Plat.

ShortDef

a rearing singly

Debugging

Headword:
μονοτροφία
Headword (normalized):
μονοτροφία
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφια
IDX:
21533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21554
Key:
monotrofi/a

Data

{'content': 'μονοτροφία\n μονο-τροφία, ἡ,\n τρέφω\n a rearing singly, Plat.', 'key': 'monotrofi/a'}