Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
View word page
μονοτροφέω
μονοτροφέω μονο-τροφέω, fut. -ήσω τρέφω to eat but one kind of food, Strab.

ShortDef

to eat but one kind of food

Debugging

Headword:
μονοτροφέω
Headword (normalized):
μονοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφεω
IDX:
21532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21553
Key:
monotrofe/w

Data

{'content': 'μονοτροφέω\n μονο-τροφέω,\n fut. -ήσω\n τρέφω\n to eat but one kind of food, Strab.', 'key': 'monotrofe/w'}