Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
View word page
μονότροπος
μονότροπος μονό-τροπος, ον living alone, solitary, Eur.
ShortDef
living alone, solitary
Debugging
Headword:
μονότροπος
Headword (normalized):
μονότροπος
Headword (normalized/stripped):
μονοτροπος
IDX:
21531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21552
Key:
mono/tropos
Data
{'content': 'μονότροπος\n μονό-τροπος, ον\n living alone, solitary, Eur.', 'key': 'mono/tropos'}