Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
View word page
μονότεκνος
μονότεκνος μονό-τεκνος, ον τέκνον with but one child, Eur.
ShortDef
with but one child
Debugging
Headword:
μονότεκνος
Headword (normalized):
μονότεκνος
Headword (normalized/stripped):
μονοτεκνος
IDX:
21529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21550
Key:
mono/teknos
Data
{'content': 'μονότεκνος\n μονό-τεκνος, ον\n τέκνον\n with but one child, Eur.', 'key': 'mono/teknos'}