Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγωγή
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀνάγω
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
View word page
ἀναγυμνόω
ἀναγυμνόω to strip naked, unveil, Plut.
ShortDef
to strip naked, unveil
Debugging
Headword:
ἀναγυμνόω
Headword (normalized):
ἀναγυμνόω
Headword (normalized/stripped):
αναγυμνοω
IDX:
2154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2155
Key:
a)nagumno/w
Data
{'content': 'ἀναγυμνόω\n to strip naked, unveil, Plut.', 'key': 'a)nagumno/w'}