Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
View word page
μονοσύλλαβος
μονοσύλλαβος μονο-σύλλᾰβος, ον συλλαβη of one syllable, dealing in monosyllables, of grammarians, Anth.

ShortDef

of one syllable, dealing in monosyllables

Debugging

Headword:
μονοσύλλαβος
Headword (normalized):
μονοσύλλαβος
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβος
IDX:
21528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21549
Key:
monosu/llabos

Data

{'content': 'μονοσύλλαβος\n μονο-σύλλᾰβος, ον\n συλλαβη\n of one syllable, dealing in monosyllables, of grammarians, Anth.', 'key': 'monosu/llabos'}