Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
View word page
μονόστολος
μονόστολος μονόστολος, ον going alone, alone, single, Eur.
ShortDef
going alone, alone, single
Debugging
Headword:
μονόστολος
Headword (normalized):
μονόστολος
Headword (normalized/stripped):
μονοστολος
IDX:
21526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21547
Key:
mono/stolos
Data
{'content': 'μονόστολος\n μονόστολος, ον\n going alone, alone, single, Eur.', 'key': 'mono/stolos'}