Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
View word page
μονοστιβής
μονοστιβής μονο-στῐβής, ές στείβω walking alone, Aesch.

ShortDef

walking alone

Debugging

Headword:
μονοστιβής
Headword (normalized):
μονοστιβής
Headword (normalized/stripped):
μονοστιβης
IDX:
21524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21545
Key:
monostibh/s

Data

{'content': 'μονοστιβής\n μονο-στῐβής, ές\n στείβω\n walking alone, Aesch.', 'key': 'monostibh/s'}