Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
View word page
μόνος
μόνος .μόνος, Epic and Ionic μοῦνος, η, ον alone, left alone, forsaken solitary, Lat. solus, Hom., etc.; μοῦνος ἐών Hom.; μούνω ἄνευθʼ ἄλλων Od. c. gen., μόνος σοῦ without thee, Soph.; also, μοῦνος ἀπό τινος Hhymn., Soph. alone, only, μοῦνος παῖς υἱός an only son. Hom.; εἷς μόνος, μόνος εἷς Hdt., Soph. c. gen., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων alone of all men, Hdt.; μόνος ἀνδρῶν Soph., etc. Sup. μονώτατος, the one only person, one above all others, Ar., Theocr. adv. μόνως, only, Thuc., Xen. the common adv. is μόνον, alone, only, Lat. solum, Hdt., Attic; οὐχ ἅπαξ μ. Aesch. only, Lat. modo, with an imperat., ἀποκρίνου μ. Plat.; μή με καταπίῃς μ. Eur. the adj. often stands as an adv., χοίνικος μόνης ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar. οὐ μόνον . . , ἀλλὰ καὶ . . , Ar., etc.:— μόνον, like Lat. solum, is sometimes omitted in these phrases, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν Thuc. μόνον οὐ, Like Lat. tantum non, all but, Ar., Dem.; μονονουχί Dem. κατὰ μόνας, as adv. alone, Thuc.

ShortDef

alone, left alone, forsaken solitary

Debugging

Headword:
μόνος
Headword (normalized):
μόνος
Headword (normalized/stripped):
μονος
IDX:
21523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21544
Key:
mo/nos

Data

{'content': 'μόνος\n .μόνος, Epic and Ionic μοῦνος, η, ον\n alone, left alone, forsaken solitary, Lat. solus, Hom., etc.; μοῦνος ἐών Hom.; μούνω ἄνευθʼ ἄλλων Od.\n c. gen., μόνος σοῦ without thee, Soph.; also, μοῦνος ἀπό τινος Hhymn., Soph.\n alone, only, μοῦνος παῖς υἱός an only son. Hom.; εἷς μόνος, μόνος εἷς Hdt., Soph.\n c. gen., μοῦνος πάντων ἀνθρώπων alone of all men, Hdt.; μόνος ἀνδρῶν Soph., etc.\n Sup. μονώτατος, the one only person, one above all others, Ar., Theocr.\n adv. μόνως, only, Thuc., Xen.\n the common adv. is μόνον, alone, only, Lat. solum, Hdt., Attic; οὐχ ἅπαξ μ. Aesch.\n only, Lat. modo, with an imperat., ἀποκρίνου μ. Plat.; μή με καταπίῃς μ. Eur.\n the adj. often stands as an adv., χοίνικος μόνης ἁλῶν for a gallon of salt only, Ar.\n οὐ μόνον . . , ἀλλὰ καὶ . . , Ar., etc.:— μόνον, like Lat. solum, is sometimes omitted in these phrases, μὴ τοὺς ἐγγύς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀπόθεν Thuc.\n μόνον οὐ, Like Lat. tantum non, all but, Ar., Dem.; μονονουχί Dem.\n κατὰ μόνας, as adv. alone, Thuc.', 'key': 'mo/nos'}