Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
View word page
μονοσιτέω
μονοσιτέω μονο-σῑτέω, fut. -ήσω σῖτος to eat once in the day, Xen.
ShortDef
to eat once in the day
Debugging
Headword:
μονοσιτέω
Headword (normalized):
μονοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσιτεω
IDX:
21522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21543
Key:
monosite/w
Data
{'content': 'μονοσιτέω\n μονο-σῑτέω,\n fut. -ήσω\n σῖτος\n to eat once in the day, Xen.', 'key': 'monosite/w'}