Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
View word page
μονορύχης
μονορύχης μον-ορύχης (ῠ), ου, ὁ, ὀρύσσω digging with one point, Anth.
ShortDef
digging with one point
Debugging
Headword:
μονορύχης
Headword (normalized):
μονορύχης
Headword (normalized/stripped):
μονορυχης
IDX:
21521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21542
Key:
monoru/xhs
Data
{'content': 'μονορύχης\n μον-ορύχης (ῠ), ου, ὁ,\n ὀρύσσω\n digging with one point, Anth.', 'key': 'monoru/xhs'}