Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
View word page
μονόπωλος
μονόπωλος μονό-πωλος, ον with one horse, Eur.
ShortDef
with one horse
Debugging
Headword:
μονόπωλος
Headword (normalized):
μονόπωλος
Headword (normalized/stripped):
μονοπωλος
IDX:
21520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21541
Key:
mono/pwlos
Data
{'content': 'μονόπωλος\n μονό-πωλος, ον\n with one horse, Eur.', 'key': 'mono/pwlos'}