Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνάγνωσμα
ἀναγνώστης
ἀναγνωστικός
ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγωγή
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀνάγω
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
View word page
ἀναγρύζω
ἀναγρύζω only in pres. to keep muttering, Ar.

ShortDef

to keep muttering

Debugging

Headword:
ἀναγρύζω
Headword (normalized):
ἀναγρύζω
Headword (normalized/stripped):
αναγρυζω
IDX:
2153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2154
Key:
a)nagru/zw

Data

{'content': 'ἀναγρύζω\n only in pres.\n to keep muttering, Ar.', 'key': 'a)nagru/zw'}