Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστολος
μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
View word page
μονοπραγματέω
μονοπραγματέω μονο-πραγμᾰτέω, fut. -ήσω to be engaged in one thing, Arist.

ShortDef

to be engaged in one thing

Debugging

Headword:
μονοπραγματέω
Headword (normalized):
μονοπραγματέω
Headword (normalized/stripped):
μονοπραγματεω
IDX:
21518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21539
Key:
monopragmate/w

Data

{'content': 'μονοπραγματέω\n μονο-πραγμᾰτέω,\n fut. -ήσω\n to be engaged in one thing, Arist.', 'key': 'monopragmate/w'}