Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
μονόστιχος
View word page
μονόπελμος
μονόπελμος μονό-πελμος, ον πέλμα with but one sole, Anth.

ShortDef

with but one sole

Debugging

Headword:
μονόπελμος
Headword (normalized):
μονόπελμος
Headword (normalized/stripped):
μονοπελμος
IDX:
21515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21536
Key:
mono/pelmos

Data

{'content': 'μονόπελμος\n μονό-πελμος, ον\n πέλμα\n with but one sole, Anth.', 'key': 'mono/pelmos'}