Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
μονοστιβής
View word page
μονόπαις
μονόπαις μονό-παις, an only child, Eur.

ShortDef

an only child

Debugging

Headword:
μονόπαις
Headword (normalized):
μονόπαις
Headword (normalized/stripped):
μονοπαις
IDX:
21514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21535
Key:
mono/pais

Data

{'content': 'μονόπαις\n μονό-παις,\n \n an only child, Eur.', 'key': 'mono/pais'}