Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
μονοσιτέω
μόνος
View word page
μονόξυλος
μονόξυλος μονό-ξῠλος, ον ξύλον made from a solid trunk, Xen. made of wood only, Plat.
ShortDef
made from a solid trunk
Debugging
Headword:
μονόξυλος
Headword (normalized):
μονόξυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοξυλος
IDX:
21513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21534
Key:
mono/culos
Data
{'content': 'μονόξυλος\n μονό-ξῠλος, ον\n ξύλον\n made from a solid trunk, Xen.\n made of wood only, Plat.', 'key': 'mono/culos'}