Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπωλία
μονόπωλος
μονορύχης
View word page
μονομήτωρ
μονομήτωρ μονο-μήτωρ, Doric -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, μήτηρ reft of mother, Eur.
ShortDef
reft of mother
Debugging
Headword:
μονομήτωρ
Headword (normalized):
μονομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
μονομητωρ
IDX:
21511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21532
Key:
monomh/twr
Data
{'content': 'μονομήτωρ\n μονο-μήτωρ, Doric -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n μήτηρ\n reft of mother, Eur.', 'key': 'monomh/twr'}