Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπους
μονοπραγματέω
View word page
μονομαχικός
μονομαχικός μονομᾰχικός, ή, όν of or in single combat, Polyb. from μονομάχος (ᾰ)
ShortDef
of or in single combat
Debugging
Headword:
μονομαχικός
Headword (normalized):
μονομαχικός
Headword (normalized/stripped):
μονομαχικος
IDX:
21508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21529
Key:
monomaxiko/s
Data
{'content': 'μονομαχικός\n μονομᾰχικός, ή, όν\n of or in single combat, Polyb.\n from μονομάχος (ᾰ)', 'key': 'monomaxiko/s'}