Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
μονόξυλος
μονόπαις
μονόπελμος
View word page
μονομάτωρ
μονομάτωρ μονομά_τωρ, ορος, Doric for μονομήτωρ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μονομάτωρ
Headword (normalized):
μονομάτωρ
Headword (normalized/stripped):
μονοματωρ
IDX:
21505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21526
Key:
monoma/twr

Data

{'content': 'μονομάτωρ\n μονομά_τωρ, ορος,\n Doric for μονομήτωρ.', 'key': 'monoma/twr'}