Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
μονονυχί
View word page
μονολέων
μονολέων a singularly huge lion, Anth.

ShortDef

a singularly huge lion

Debugging

Headword:
μονολέων
Headword (normalized):
μονολέων
Headword (normalized/stripped):
μονολεων
IDX:
21502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21523
Key:
monole/wn

Data

{'content': 'μονολέων\n a singularly huge lion, Anth.', 'key': 'monole/wn'}