Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
μονομήτωρ
View word page
μονόκωπος
μονόκωπος μονό-κωπος, ον κωπή with one oar or one ship, Eur.
ShortDef
with one oar
Debugging
Headword:
μονόκωπος
Headword (normalized):
μονόκωπος
Headword (normalized/stripped):
μονοκωπος
IDX:
21501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21522
Key:
mono/kwpos
Data
{'content': 'μονόκωπος\n μονό-κωπος, ον\n κωπή\n with one oar or one ship, Eur.', 'key': 'mono/kwpos'}