Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχος
μονομερής
View word page
μονόκωλος
μονόκωλος κῶλον with but one leg: of buildings, of one story, Hdt.:—of sentences, consisting of one clause, Arist.:—generally, of one kind, one-sided. Arist.

ShortDef

with but one leg

Debugging

Headword:
μονόκωλος
Headword (normalized):
μονόκωλος
Headword (normalized/stripped):
μονοκωλος
IDX:
21500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21521
Key:
mono/kwlos

Data

{'content': 'μονόκωλος\n κῶλον\n with but one leg: of buildings, of one story, Hdt.:—of sentences, consisting of one clause, Arist.:—generally, of one kind, one-sided. Arist.', 'key': 'mono/kwlos'}