Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
μονομάτωρ
μονομαχέω
μονομαχία
μονομαχικός
View word page
μονοκρήπις
μονοκρήπις μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ, with but one sandal, Pind.
ShortDef
with but one sandal
Debugging
Headword:
μονοκρήπις
Headword (normalized):
μονοκρήπις
Headword (normalized/stripped):
μονοκρηπις
IDX:
21498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21519
Key:
monokrh/pis
Data
{'content': 'μονοκρήπις\n μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,\n with but one sandal, Pind.', 'key': 'monokrh/pis'}