μονόκλαυτος
μονόκλαυτος
μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.
{ "content": "μονόκλαυτος\n μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,\n μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.", "key": "mono/klautos" }