Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
μονόλιθος
μονόλυκος
View word page
μονοκέλης
μονοκέλης a single horse, Anth.

ShortDef

a single horse

Debugging

Headword:
μονοκέλης
Headword (normalized):
μονοκέλης
Headword (normalized/stripped):
μονοκελης
IDX:
21494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21515
Key:
monoke/lhs

Data

{'content': 'μονοκέλης\n a single horse, Anth.', 'key': 'monoke/lhs'}