Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέων
View word page
μονοήμερος
μονοήμερος μονο-ήμερος, ον lasting one day only, Batr.

ShortDef

lasting one day only

Debugging

Headword:
μονοήμερος
Headword (normalized):
μονοήμερος
Headword (normalized/stripped):
μονοημερος
IDX:
21492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21513
Key:
monoh/meros

Data

{'content': 'μονοήμερος\n μονο-ήμερος, ον\n lasting one day only, Batr.', 'key': 'monoh/meros'}