Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
μονόκροτος
View word page
μονόδροπος
μονόδροπος μονό-δροπος, ον δρέπω plucked from one stem, cut from one block, of a statue, Pind.
ShortDef
plucked from one stem, cut from one block
Debugging
Headword:
μονόδροπος
Headword (normalized):
μονόδροπος
Headword (normalized/stripped):
μονοδροπος
IDX:
21489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21510
Key:
mono/dropos
Data
{'content': 'μονόδροπος\n μονό-δροπος, ον\n δρέπω\n plucked from one stem, cut from one block, of a statue, Pind.', 'key': 'mono/dropos'}