Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
μονόκλινον
μονοκρήπις
View word page
μονόδους
μονόδους μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ, one-toothed, Aesch.

ShortDef

one-toothed

Debugging

Headword:
μονόδους
Headword (normalized):
μονόδους
Headword (normalized/stripped):
μονοδους
IDX:
21488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21509
Key:
mono/dous

Data

{'content': 'μονόδους\n μον-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,\n one-toothed, Aesch.', 'key': 'mono/dous'}