Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
μονόκλαυτος
View word page
μονοδέρκτης
μονοδέρκτης μονο-δέρκτης, ου, ὁ, δέρκομαι one-eyed, Eur.

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
μονοδέρκτης
Headword (normalized):
μονοδέρκτης
Headword (normalized/stripped):
μονοδερκτης
IDX:
21486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21507
Key:
monode/rkths

Data

{'content': 'μονοδέρκτης\n μονο-δέρκτης, ου, ὁ,\n δέρκομαι\n one-eyed, Eur.', 'key': 'monode/rkths'}