Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
μονόκερως
View word page
μονοδάκτυλος
μονοδάκτυλος μονο-δάκτῠλος, ον one-fingered, Luc.

ShortDef

one-fingered

Debugging

Headword:
μονοδάκτυλος
Headword (normalized):
μονοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοδακτυλος
IDX:
21485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21506
Key:
monoda/ktulos

Data

{'content': 'μονοδάκτυλος\n μονο-δάκτῠλος, ον\n one-fingered, Luc.', 'key': 'monoda/ktulos'}