Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
μονοκέλης
View word page
μονόγληνος
μονόγληνος μονό-γληνος, ον γλήνη one-eyed, Anth.

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
μονόγληνος
Headword (normalized):
μονόγληνος
Headword (normalized/stripped):
μονογληνος
IDX:
21484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21505
Key:
mono/glhnos

Data

{'content': 'μονόγληνος\n μονό-γληνος, ον\n γλήνη\n one-eyed, Anth.', 'key': 'mono/glhnos'}