Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
μονόθεν
View word page
μονογενής
μονογενής μονο-γενής, Epic and Ionic μουνο-γενής, ές γίγνομαι only-begotten, single, Hes., Hdt., etc.; μ. αἷμα one and the same blood, Eur.

ShortDef

only, single (child)

Debugging

Headword:
μονογενής
Headword (normalized):
μονογενής
Headword (normalized/stripped):
μονογενης
IDX:
21483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21504
Key:
monogenh/s

Data

{'content': 'μονογενής\n μονο-γενής, Epic and Ionic μουνο-γενής, ές\n γίγνομαι\n only-begotten, single, Hes., Hdt., etc.; μ. αἷμα one and the same blood, Eur.', 'key': 'monogenh/s'}