Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
μονοήμερος
View word page
μονοβάμων
μονοβάμων μονο-βά_μων, ον, βῆμα walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.
ShortDef
walking alone
Debugging
Headword:
μονοβάμων
Headword (normalized):
μονοβάμων
Headword (normalized/stripped):
μονοβαμων
IDX:
21482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21503
Key:
monoba/mwn
Data
{'content': 'μονοβάμων\n μονο-βά_μων, ον,\n βῆμα\n walking alone: μέτρον μ. metre of but one foot, Anth.', 'key': 'monoba/mwn'}