Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
μονοειδής
μονόζυξ
View word page
μόνιππος
μόνιππος μόν-ιππος, ον one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.
ShortDef
one who uses a single horse, a horseman, rider
Debugging
Headword:
μόνιππος
Headword (normalized):
μόνιππος
Headword (normalized/stripped):
μονιππος
IDX:
21481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21502
Key:
mo/nippos
Data
{'content': 'μόνιππος\n μόν-ιππος, ον\n one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.', 'key': 'mo/nippos'}