Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
μονόδροπος
View word page
μονήρης
μονήρης μον-ήρης, ες *ἄρω single, solitary, Luc.

ShortDef

single, solitary

Debugging

Headword:
μονήρης
Headword (normalized):
μονήρης
Headword (normalized/stripped):
μονηρης
IDX:
21479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21500
Key:
monh/rhs

Data

{'content': 'μονήρης\n μον-ήρης, ες\n *ἄρω\n single, solitary, Luc.', 'key': 'monh/rhs'}