Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
μονόδους
View word page
μονή
μονή μονή, ἡ, μένω a staying, abiding, tarrying, stay, Hdt., Eur., etc.; μονὴν ποιεῖσθαι to make delay, tarry, Thuc.: a stopping place, station, mansion, NTest.
ShortDef
a staying, abiding, tarrying, stay
Debugging
Headword:
μονή
Headword (normalized):
μονή
Headword (normalized/stripped):
μονη
IDX:
21478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21499
Key:
monh/
Data
{'content': 'μονή\n μονή, ἡ,\n μένω\n a staying, abiding, tarrying, stay, Hdt., Eur., etc.; μονὴν ποιεῖσθαι to make delay, tarry, Thuc.: a stopping place, station, mansion, NTest.', 'key': 'monh/'}