Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
μονοδέρκτης
μονόδουπος
View word page
μονερέτης
μονερέτης one who rows singly, Anth.

ShortDef

one who rows singly

Debugging

Headword:
μονερέτης
Headword (normalized):
μονερέτης
Headword (normalized/stripped):
μονερετης
IDX:
21477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21498
Key:
monere/ths

Data

{'content': 'μονερέτης\n one who rows singly, Anth.', 'key': 'monere/ths'}