Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
μονοδάκτυλος
View word page
μοναχοῦ
μοναχοῦ from μονᾰχός alone, only, μ. ἐνταῦθα Plat.

ShortDef

alone, only

Debugging

Headword:
μοναχοῦ
Headword (normalized):
μοναχοῦ
Headword (normalized/stripped):
μοναχου
IDX:
21475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21496
Key:
monaxou=

Data

{'content': 'μοναχοῦ\n from μονᾰχός\n alone, only, μ. ἐνταῦθα Plat.', 'key': 'monaxou='}