Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
μονογενής
μονόγληνος
View word page
μοναχός
μοναχός μονᾰχός, ή, όν μόνος single, solitary: as Subst. a monk, Anth.
ShortDef
single, solitary; (n.) monk
Debugging
Headword:
μοναχός
Headword (normalized):
μοναχός
Headword (normalized/stripped):
μοναχος
IDX:
21474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21495
Key:
monaxo/s
Data
{'content': 'μοναχός\n μονᾰχός, ή, όν\n μόνος\n single, solitary: as Subst. a monk, Anth.', 'key': 'monaxo/s'}