Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
μονοβάμων
View word page
μόναυλος
μόναυλος μόν-αυλος, ὁ, a player on the single flute, Ath.

ShortDef

a player on the single aulos

Debugging

Headword:
μόναυλος
Headword (normalized):
μόναυλος
Headword (normalized/stripped):
μοναυλος
IDX:
21472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21493
Key:
mo/naulos

Data

{'content': 'μόναυλος\n μόν-αυλος, ὁ,\n a player on the single flute, Ath.', 'key': 'mo/naulos'}