Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
μόνιππος
View word page
μοναυλία
μοναυλία μοναυλία, ἡ, αὐλή a living alone, celibacy, Plat.
ShortDef
solo on the aulos
a living alone, celibacy
Debugging
Headword:
μοναυλία
Headword (normalized):
μοναυλία
Headword (normalized/stripped):
μοναυλια
IDX:
21471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21492
Key:
monauli/a2
Data
{'content': 'μοναυλία\n μοναυλία, ἡ,\n αὐλή\n a living alone, celibacy, Plat.', 'key': 'monauli/a2'}