Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
μοναχῶς
μονερέτης
μονή
μονήρης
μόνιμος
View word page
μοναυλέω
μοναυλέω μοναυλέω, fut. -ήσω μόναυλος to play a solo on the flute, Plut.

ShortDef

to play a solo on the aulos

Debugging

Headword:
μοναυλέω
Headword (normalized):
μοναυλέω
Headword (normalized/stripped):
μοναυλεω
IDX:
21470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21491
Key:
monaule/w

Data

{'content': 'μοναυλέω\n μοναυλέω,\n fut. -ήσω\n μόναυλος\n to play a solo on the flute, Plut.', 'key': 'monaule/w'}