Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
μοναχοῦ
View word page
μοναρχέω
μοναρχέω μοναρχέω, μόναρχος to be sovereign, Pind., Plat.; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this monarchʼs time, Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.
ShortDef
to be sovereign
Debugging
Headword:
μοναρχέω
Headword (normalized):
μοναρχέω
Headword (normalized/stripped):
μοναρχεω
IDX:
21465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21486
Key:
monarxe/w
Data
{'content': 'μοναρχέω\n μοναρχέω,\n μόναρχος\n to be sovereign, Pind., Plat.; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this monarchʼs time, Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.', 'key': 'monarxe/w'}