Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
μοναχός
View word page
μονάμπυξ
μονάμπυξ μον-άμπῠκος, ον, and μον-άμπυξ, ῠκος, of horses, having one frontlet, μονάμπυκες πῶλοι horses that run single, race-horses, opp. to chariots Eur.; so, μονάμπυκες alone, Eur.; of a bull, having no yoke-fellow, Eur.

ShortDef

running alone (as opp. to yoked)

Debugging

Headword:
μονάμπυξ
Headword (normalized):
μονάμπυξ
Headword (normalized/stripped):
μοναμπυξ
IDX:
21464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21485
Key:
mona/mpuc

Data

{'content': 'μονάμπυξ\n μον-άμπῠκος, ον, and μον-άμπυξ, ῠκος,\n of horses, having one frontlet, μονάμπυκες πῶλοι horses that run single, race-horses, opp. to chariots Eur.; so, μονάμπυκες alone, Eur.; of a bull, having no yoke-fellow, Eur.', 'key': 'mona/mpuc'}