Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
μόναυλος
μοναχῆ
View word page
μοναμπυκία
μοναμπυκία μον-αμπῠκία, ἡ, = μονάμπῠκος, abstract for concrete, Pind.

ShortDef

running alone (as opp. to yoked)

Debugging

Headword:
μοναμπυκία
Headword (normalized):
μοναμπυκία
Headword (normalized/stripped):
μοναμπυκια
IDX:
21463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21484
Key:
monampuki/a

Data

{'content': 'μοναμπυκία\n μον-αμπῠκία, ἡ,\n = μονάμπῠκος, abstract for concrete, Pind.', 'key': 'monampuki/a'}