Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
μοναυλία
View word page
μομφή
μομφή μομφή, ἡ, μέμφομαι blame, censure, Pind., Aesch.:— cause or ground of complaint, μομφὴν ἔχειν τινί Pind.; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, Eur.; μ. ξυνοῦ δορός blame as to helping spear, Soph.

ShortDef

blame, censure

Debugging

Headword:
μομφή
Headword (normalized):
μομφή
Headword (normalized/stripped):
μομφη
IDX:
21461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21482
Key:
momfh/

Data

{'content': 'μομφή\n μομφή, ἡ,\n μέμφομαι\n blame, censure, Pind., Aesch.:— cause or ground of complaint, μομφὴν ἔχειν τινί Pind.; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, Eur.; μ. ξυνοῦ δορός blame as to helping spear, Soph.', 'key': 'momfh/'}