Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
μοναυλέω
View word page
μολύνω
μολύνω .μολψνω, to stain, sully, defile, Ar.; μ. τινά to make a beast of him, Ar.; also to defile a woman, Theocr.:—Pass. to become vile, ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι to wallow in ignorance, Plat.

ShortDef

to stain, sully, defile

Debugging

Headword:
μολύνω
Headword (normalized):
μολύνω
Headword (normalized/stripped):
μολυνω
IDX:
21460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21481
Key:
molu/nw

Data

{'content': 'μολύνω\n \n .μολψνω,\n to stain, sully, defile, Ar.; μ. τινά to make a beast of him, Ar.; also to defile a woman, Theocr.:—Pass. to become vile, ἐν ἀμαθίᾳ μολύνεσθαι to wallow in ignorance, Plat.', 'key': 'molu/nw'}