Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μολπάζω
μολπαστής
μολπηδόν
μολπή
μολπῆτις
μολύβδαινα
μολύβδινος
μολυβδίς
μόλυβδος
μολυνοπραγμονέομαι
μολυσμός
μολύνω
μομφή
μοναδικός
μοναμπυκία
μονάμπυξ
μοναρχέω
μοναρχία
μοναρχικός
μόναρχος
μονάς
View word page
μολυσμός
μολυσμός from μολύνω μολυσμός, οῦ, ὁ, defilement, NTest.

ShortDef

defilement

Debugging

Headword:
μολυσμός
Headword (normalized):
μολυσμός
Headword (normalized/stripped):
μολυσμος
IDX:
21459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21480
Key:
molusmo/s

Data

{'content': 'μολυσμός\n from μολύνω\n μολυσμός, οῦ, ὁ,\n defilement, NTest.', 'key': 'molusmo/s'}